ἑτερογενῶς

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Russian (Dvoretsky)

ἑτερογενῶς: разнородно, в различных отношениях (διαφέρειν ἀλλήλων Sext.).