ἔζευγμαι

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

French (Bailly abrégé)

v. ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ἔζευγμαι: Παθ. παρακ. του ζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔζευγμαι: pf. pass. к ζεύγνυμι.