γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἔνζῡμος: -ον, ἐπὶ ἄρτου, ὁ ἔχων ζύμην, ἀντίθ. τῷ ἄζυμος, Δαμασκ. ΙΙ. 392C, Κηρουλ. 745Α.