ἠγωνισάμην

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

French (Bailly abrégé)

v. ἀγωνίζομαι.

Greek Monotonic

ἠγωνισάμην: αόρ. αʹ του ἀγωνίζομαι.