ἡλιογέννητος

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιογέννητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἡλίου γεννηθείς, ὡς καὶ νῦν, κόρη Ἀκρίτου ἔπος ἐκδ. Α. Μηλιαράκη στ. 2984· κοράσιον ἡλιογέννητον Λυβ. κ. Ροδ. στ. 1716, ἐκδ. Wagner.