ἱππόβροτος
From LSJ
ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι → go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie | go tell the Spartans, thou that passest by, that here obedient to their words we lie
German (Pape)
[Seite 1259] pferdemenschlich, ὠδῖνες Lycophr. 842, einen Menschen, den Chrysaor, u. ein Pferd, den Pegasus gebärend.
Greek Monolingual
ἱππόβροτος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόβροτοι ὠδῖνες» — οι πόνοι, οι ωδίνες από τις οποίες γεννήθηκε ίππος και άνθρωπος, ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ (Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + βροτός «θνητός»].