ὀφεοπλόκαμος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀφεοπλόκαμος: ἡ, ἔχουσα ὀφιοειδεῖς πλοκάμους, ἐπίθετ. Σελήνης, Ὕμν. ἐκδοθ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de litér. gr. σ. 454.