ὀφεοπλόκαμος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφεοπλόκαμος: ἡ, ἔχουσα ὀφιοειδεῖς πλοκάμους, ἐπίθετ. Σελήνης, Ὕμν. ἐκδοθ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de litér. gr. σ. 454.