ὑγρή

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ion. c. ὑγρά.

Russian (Dvoretsky)

ὑγρή: ἡ ион. = ὑγρά.