ὑποπλάσσομαι
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπλάσσομαι: ἀποθετ., προσποιοῦμαι, ὑποπλάσσονται παραδέχεσθαι αὐτὸ Φώτ. ἐν Wolf. Ἀνέκδ. τ. 1, σ. 29, κλπ.· - ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208, ὑποσπασθῇ φαίνεται ἀπαιτούμενον ὑπὸ τῆς ἐννοίας (ἀντὶ -πλασθῇ).