ὑποπλάσσομαι
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπλάσσομαι: ἀποθετ., προσποιοῦμαι, ὑποπλάσσονται παραδέχεσθαι αὐτὸ Φώτ. ἐν Wolf. Ἀνέκδ. τ. 1, σ. 29, κλπ.· - ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208, ὑποσπασθῇ φαίνεται ἀπαιτούμενον ὑπὸ τῆς ἐννοίας (ἀντὶ -πλασθῇ).