ὗσμα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek (Liddell-Scott)

ὗσμα: τό, (ὕω) βροχή, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 938· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 420.