ῥιζολόγος

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

German (Pape)

[Seite 842] Wurzeln lesend, sammelnd (?).

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζολόγος: ὁ, ἡ, ὁ συλλέγων ῥίζας, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο, η / ῥιζολόγος, ΝΜ
αυτός που μαζεύει ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -λόγος].