Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
δαιταλεύς, δαιτεύς, δαιτυμών, δειπνητής, εἰλαπιναστής, ἀριστητής, ἐνδίφριος