ἀριστητής
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
ἀριστητοῦ, ὁ, one who breakfasts, i.e. takes more than one full meal in the day, Hp.Aër.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 glotón, comilón Hp.Aër.1.
2 comensal Rom.Mel.38.ιβʹ.6.
German (Pape)
[Seite 352] ὁ, der Frühstückende, neben φιλοπότης, also der Esser, Hippocr. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστητής: -οῦ, ὁ, (ἀριστάω) ὁ πολλάκις ἀριστῶν, πολυφάγος, πότερον φιλοπόται καὶ ἀριστηταὶ καὶ ἀταλαίπωροι Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, 53. (Ἔκδ. Κοραῆ μικρὰ σ. 4. V).
Greek Monolingual
ἀριστητής, ο (Α)
αυτός που τρώγει περισσότερα από ένα πλήρη γεύματα την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ < άριστον «πρόγευμα ή γεύμα»].
Translations
gluttonous
Albanian: hamës; Arabic: نَهِم, شَرِه; Armenian: որկրամոլ; Bulgarian: ненаситен, чревоугоднически; Catalan: golós; Chinese Cantonese: 為食, 为食; Mandarin: 貪嘴, 贪嘴, 暴食的, 饞, 馋; Czech: nenasytný; Dutch: vraatzuchtig; Estonian: ablas, ahne; Finnish: ahnas; French: glouton, gourmand, goulu; Friulian: golôs; Galician: comellón, lambón, lambaz, galdrumeiro; German: gefräßig, unersättlich; Greek: λαίμαργος; Ancient Greek: ἀδδηφάγος, ἀδηφάγος, ἀριστητής, ἀριστητικός, βορός, γαστερόπληξ, γαστρίμαργος, γάστρις, γαστροβόρος, γάστρων, γάστωρ, γλίσχρων, δουλογάστριος, ἐδώς, ἐνθεσίδουλος, ἐνθεσίψωμος, λάβρος, λαίμαργος, λίχνος, μάργος, μαργῶν, ψωμόδουλος; Japanese: 飽くなき; Kabuverdianu: laskadu, guloze, gulós; Latin: edax, gulosus, lurcinabundus; Maori: pukukai, homanga, honekai, pūkino; Ottoman Turkish: اوبور, قورساقسز; Portuguese: guloso, glutão; Romanian: mâncăcios; Russian: прожорливый, ненасытный; Scottish Gaelic: craosach, gionach; Spanish: glotón, goloso, garoso; Turkish: obur; Ukrainian: ненажерливий