Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀριστητής

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστητής Medium diacritics: ἀριστητής Low diacritics: αριστητής Capitals: ΑΡΙΣΤΗΤΗΣ
Transliteration A: aristētḗs Transliteration B: aristētēs Transliteration C: aristitis Beta Code: a)risthth/s

English (LSJ)

ἀριστητοῦ, ὁ, one who breakfasts, i.e. takes more than one full meal in the day, Hp.Aër.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 glotón, comilón Hp.Aër.1.
2 comensal Rom.Mel.38.ιβʹ.6.

German (Pape)

[Seite 352] ὁ, der Frühstückende, neben φιλοπότης, also der Esser, Hippocr. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστητής: -οῦ, ὁ, (ἀριστάω) ὁ πολλάκις ἀριστῶν, πολυφάγος, πότερον φιλοπόται καὶ ἀριστηταὶ καὶ ἀταλαίπωροι Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, 53. (Ἔκδ. Κοραῆ μικρὰ σ. 4. V).

Greek Monolingual

ἀριστητής, ο (Α)
αυτός που τρώγει περισσότερα από ένα πλήρη γεύματα την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ < άριστον «πρόγευμα ή γεύμα»].