contravene
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. παραβαίνειν, συγχεῖν, ὑπερβαίνειν, P. λύω, λύειν, ὑπερπηδᾶν, παρέρχεσθαι, διαλύω, διαλύειν, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.