demagogo
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
Spanish > Greek
δημαγωγός, δημοδιδάσκαλος, δημοκόπος, ἀγοραῖος, ἐκκλησιαστής
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
δημαγωγός, δημοδιδάσκαλος, δημοκόπος, ἀγοραῖος, ἐκκλησιαστής