ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
σιδάρεος, σιδήρειος, σιδηρείη, σιδήρειον, σιδηροῦς, σιδηρᾶ, σιδηροῦν, σιδηρέη, σιδήρεον, σιδηρέα, σιδήρεος, σιδηρῖτις, σιδαρίτας, σιδηρίτης