σιδηροῦς
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
σιδηρᾶ, σιδηροῦν, v. σιδήρεος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηροῦς, σιδηρᾶ, σιδηροῦν, ep. σιδήρειος, σιδηρείη, σιδήρειον, Ion. σιδήρεος σιδηρέη, σιδήρεον, Aeol. σιδάριος, Dor. σιδάρεος σίδηρος van ijzer, ijzeren:; σιδήρεος ὀρυμαγδός gekletter van ijzeren wapens Il. 17.424; γένος... σιδήρεον het ijzeren geslacht Hes. Op. 176; χειρὶ σιδηρᾷ met een enterhaak Thuc. 4.25.4; subst.. οἱ σιδάρεοι ijzeren munten (uit Byzantium) Aristoph. Nub. 249. overdr. (hard als) ijzer (d.w.z. onbuigbaar, gevoelloos, hardvochtig):. θυμὸς σιδήρεος een onvermurwbare inborst Od. 5.191; σιδήρεον... ἦτορ een hart van ijzer Od. 23.172; πυρὸς μένος σιδήρεον de ijzeren kracht van vuur Il. 23. 177; σιδήρεοι λόγοι ijzeren argumenten Plat. Grg. 509a.
Greek Monolingual
-ά, -ούν / σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, -α, -ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, -εσσα, -εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, -α, -ον, και σιδήρειος, -είη, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α. «σιδηρούν στέμμα» β. «σιδηρέῳ ἄξονι», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. (για έμψυχα και άψυχα) ισχυρός, σκληρός, γενναίος ή και άκαμπτος, ακαταπόνητος, όπως ο σίδηρος (α. «σιδηρούς κυβερνήτης» β. «σιδηρά κυρία» γ. «πυρὸς μένος σιδήρεον» — η ακατάσχετη ορμή της φωτιάς, Ομ. Ιλ.
δ. «κραδίη... σιδερέη», Ομ. Οδ.
ε. «σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σιδηρές κατασκευές»
τεχνολ. δομικά έργα με σιδερένιο ή, ορθότερα, με χαλύβδινο φέροντα οργανισμό, εφαρμογές τών οποίων απαντούν στη γεφυροποιία, την οικοδομική, κυρίως σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια, υπόστεγα αεροδρομίων, αποθήκες κ.ά., και στα υδραυλικά έργα
β) «σιδηρούν κάλυμμα»
γεωλ. γεωλογικός σχηματισμός που αποτελείται από διάφορα σκωριόχρωμα ορυκτά οξείδια, συνήθως λειμωνίτη, τα οποία καλύπτουν ένα μεταλλοφόρο κοίτασμα και μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις για την ύπαρξη υποεπιφανειακών μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, αλλ. γκόσαν ή γκόζαν
γ) «σιδηρά οδός» — η σιδηροδρομική γραμμή
δ) «σιδηρούν απόθεμα»
(οικον.) η ελάχιστη ποσότητα περιουσιακών αποθεμάτων, λ.χ. πρώτων υλών, εμπορευμάτων κ.ά. στοιχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της κανονικής λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας
ε) «σιδηρούν παραπέτασμα» — όρος που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου προκειμένου να δηλωθεί το πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό φράγμα που χώριζε την Σοβιετική Ένωση και, γενικότερα, τον ανατολικό σοσιαλιστικό κόσμο της Ευρώπης από την υπόλοιπη ήπειρο
στ) «Σιδηρά Φρουρά» — φασιστική ναζιστική οργάνωση στην πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Ρουμανία
ζ) «Σιδηρές Πύλες»
γεωγρ. φαράγγι του Δούναβη, το οποίο χωρίζει τα Καρπάθια από τα όρη του Αίμου, αποτελεί τμήμα της συνοριακής γραμμής Ρουμανίας - Σερβίας, έχει μήκος 3 χιλιόμετρα, πλάτος 162 μέτρα και κατακόρυφα τοιχώματα διά μέσου τών οποίων ρέει ο Δούναβης, δημιουργώντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά τοπία της Ευρώπης
η) «σιδηρούς σταυρός» — στρατιωτικό παράσημο που θεσπίστηκε το 1813 από τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ' της Πρωσίας, χρησιμοποιήθηκε κατά τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870 και κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και επανήλθε σε ισχύ από τον Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ημέρα εισβολής τών γερμανικών στρατευμάτων στην Πολωνία
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. του τ. σιδάρεος ως ουσ.) οἱ σιδάρεοι
σιδερένιο νόμισμα του Βυζαντίου, πόλης της ΝΑ Θράκης στον Βόσπορο, την οποία ίδρυσε ο Βύζας το 657 π.Χ.
2. φρ. α) «σιδήρειος ὀρυμαγδός» — ο κρότος τών σιδερένιων όπλων
β) «σιδήρεος οὐρανός» — το ουράνιο στερέωμα, το οποίο κατά την αρχαία παράδοση ήταν μεταλλικό
γ) «σιδήρεον γένος»
(στον Ησίοδ.) η τελευταία γενιά και η χειρότερη από όλες
δ) «χεὶρ σιδηρᾱ» — εργαλείο με σχήμα χεριού, κατάλληλο για την αρπαγή και συγκράτηση αντικειμένων, αρπάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + επίθημα -εος / -ειος (πρβλ. πορφύρεος, χρύσεος). Ο τ. σιδηροῦς < σιδήρεος με συναίρεση (πρβλ. κυανοῦς: κυάνεος)].
French (Bailly abrégé)
σιδηρᾶ, σιδηροῦν :
contr. att. p. σιδήρεος.
German (Pape)
ᾶ, οῦν, att. = σιδήρεος.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροῦς: стяж. = σιδήρεος.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροῦς: ᾶ, οῦν, ἴδε ἐν λέξ. σιδήρεος.
Greek Monotonic
σῐδηροῦς: -ῆ, -οῦν, Αττ. συνηρ. αντί σιδήρεος, -α, -ον.
Chinese
原文音譯:sid»reoj 西得雷哦士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:鐵 相當於: (בַּרְזֶל)
字義溯源:鐵作的,鐵的;源自(σίδηρος)*=鐵)
出現次數:總共(5);徒(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 鐵(5) 徒12:10; 啓2:27; 啓9:9; 啓12:5; 啓19:15
Lexicon Thucydideum
ferreus, made of iron, 2.76.4, 4.25.4, 4.100.2, 7.62.3,
item likewise 7.65.1.