occur
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. and V. συμβαίνειν. συμπίπτειν, παραπίπτειν, τυγχάνειν, συντυγχάνειν; see happen.
occur (to the mind): P. and V. παρίστασθαι (dat.), ἐμπίπτειν (dat.), ἐπέρχεσθαι (acc. or dat.), εἰσέρχεσθαι (acc. or dat.).