Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
P. βραδύτης, ἡ, σχολαιότης, ἡ.
delay: P. and V. μονή, ἡ, τριβή, ἡ, διατριβή, ἡ.
hesitation: P. and V. ὄκνος, ὁ; see delay.