ἀμάνδαλος
German (Pape)
[Seite 115] = ἀφανής, Alcaeus bei E. M. u. dav. ἀμανδαλόω, = ἀφανίζω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάνδᾰλος: ἀφανής, ὡς εἰ ἦτο ἀμάλδανος ἐκ τοῦ ἀμαλδύνω, Ἀλκαῖος 122, Ἐτυμ. Μ. 76. 51.
Spanish (DGE)
(ἀμάνδᾰλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
oscurecido, aniquilado Alc.404.
• Etimología: Prob. por disim. de *ἀμαλδαλος, de la raíz de ἀμαλδύνω q.u.
Greek Monolingual
ἀμάνδαλος, -ον (Α)
αφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀμαλδύνω «μαλακώνω, αμβλύνω», και προήλθε από ἀμάλδαλος (< ἀμαλδύνω) με ανομοίωση.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμανδαλῶ].