ανομοίωση
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
η (Α ἀνομοίωσις, -εως)
νεοελλ.
στη γλωσσολογία, το αντίθετο της αφομοιώσεως, γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο δύο γειτονικοί φθόγγοι όμοιοι ή συγγενείς τείνουν να διαφοροποιηθούν με μεταβολή του ενός κατόπιν επιδράσεως του άλλου
αρχ.
η έλλειψη ομοιότητας.