ανομοίωση
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
Greek Monolingual
η (Α ἀνομοίωσις, -εως)
νεοελλ.
στη γλωσσολογία, το αντίθετο της αφομοιώσεως, γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο δύο γειτονικοί φθόγγοι όμοιοι ή συγγενείς τείνουν να διαφοροποιηθούν με μεταβολή του ενός κατόπιν επιδράσεως του άλλου
αρχ.
η έλλειψη ομοιότητας.