αναγαλλιάζω
Greek Monolingual
1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι
2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α)- + αναγαλλιάζω.
ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός].
1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι
2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α)- + αναγαλλιάζω.
ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός].