αισθάνομαι

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

αἰσθάνομαι και αἴσθομαι)
1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω
2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ
νεοελλ.
1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι
2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση του έξω κόσμου
3. συγκινούμαι, ταράζομαι, είμαι ευαίσθητος σε κάτι
4.. δοκιμάζω κάποιο συναίσθημα, συναισθάνομαι
αρχ.
1. βλέπω ακούω
2. (για νοητικές διεργασίες) εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
3. υποπίπτει κάτι στην αντίληψή μου, γνωρίζω, μαθαίνω
4. (μτχ. ενεστ.) αἰσθανόμενος, -η, -ον
αυτός που διατηρεί, που ελέγχει απόλυτα όλες τις νοητικές ικανότητες του
5. φρ. «αἰσθάνει» έχεις δίκιο
«αἰσθάνομαι ὑπό τινος (ή διά τινος)», πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον (το παθ. αναπληρώνεται με την περίφραση «αἴσθησιν παρέχω»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παρεκτεταμένος με το επίθημα -αν- τύπος του αἴσθ-ομαι. Και τα δύο ανάγονται στην ΙΕ ρίζα awis-dh (aFισ-θ-) «αντιλαμβάνομαι, εννοώ». Βλ. λ. ἀΐω Ι.
ΠΑΡ. αίσθημα, αίσθηση, αισθητήριος, αισθητής, αισθητός, νεοελλ. αισθαντικός.
ΣΥΝΘ. διαισθάνομαι, συναισθάνομαι, αρχ. ἐπαισθάνομαι, καταισθάνομαι, παραισθάνομαι.