ανεύθυνος

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεύθυνος, -ον) ευθύνω
1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι
2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος
3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης
νεοελλ.) (ποιν.) το ανευθυνον
το ακαταλόγιστο
αρχ.
ο μη ένοχος, ο αθώος.