ἀνευλαβής

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ές,

   A irreverent, impious, Aq.Is.57.11.

German (Pape)

[Seite 227] ές, 1) unvorsichtig. – 2) nicht furchtsam, bes. die Götter nicht fürchtend, gottlos, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνευλαβής: -ές, ὁ μηδὲν φοβούμενος, ἄφοβος, Ἀκύλ. 2) ὁ μὴ εὐλαβὴς πρὸς τὰ θεῖα, Γρηγ. ― Ἐπίρρ. -βῶς Εὐσέβ.

Spanish (DGE)

-ές impío Aq.Is.57.11.

Greek Monolingual

και ανεύλαβος, -η, -ο (AM ἀνευλαβής, -ές)
αυτός που δεν δείχνει ευλάβεια στα θεία, ασεβής.