ασεβής

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

-ές και άσεβος, -η -ο (AM ἀσεβής, -ές)
αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος
νεοελλ.
1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού
2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α-στερ. + -σεβής < σέβας, ενώ ο τ. άσεβος < ασεβής, με μεταπλασμό κατά τα εις -ος (πρβλ. αβαθής -άβαθος, αβλαβής -άβλαβος, ατυχής -άτυχος κ.ά.
ΠΑΡ. ασέβεια, ασεβώ].