ἀμφίσωπος

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A = περίωπος, A Fr.41.

German (Pape)

[Seite 144] (ὀπή), von allen Seiten offen, Aesch. frg. 32 bei Hesych. s. v.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίσωπος: -ον, = περίωπος, περίοπτος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 35: πρβλ. περιωπή.

Greek Monolingual

ἀμφίσωπος, -ον (Α)
αυτός που φαίνεται από όλα τα σημεία, περίβλεπτος, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶς + ὤψ].