περιωπή
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
ἡ, (ὤψ)
A place commanding a wide view, Il.14.8, 23.451, Od.10.146, Pl.Plt. 272e; παράκτιος π. AP 6.167 (Agath.); ἐκ περιωπῆς from a place of vantage, by a bird's-eye view, Luc.Symp.11, Im.1; ἐκ π. τοῦ Πηλίου from the summit of P., Philostr.Her.19.1.
II circumspection, πολλὴν π. τινὸς ποιεῖσθαι to show much caution in a thing, Th.4.87.
III contemplation, ἐπιστήμης, τοῦ θείου, Procl in Alc.pp.19,21 C.: pl., ταῖς τοῦ νοῦ π. Dam.Pr.54.
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, Ort, von wo man weit oder rings um sich sehen kann, dasselbe, was σκοπιά, Warte; Il. 14, 8. 23, 451 Od. 10, 146; Plat. polit. 272 e; Sp.: παράκτιος, Agath. 28 (VI, 167); θαλασσαίη, 50 (IX, 653); ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς, Luc. Conv. 11; – dah. die Umsicht, Vorsicht, περιωπὴν ποιεῖσθαί τινος, Thuc. 4, 87, vorsichtig sein.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 lieu d'où la vue s'étend alentour, poste d'observation (donjon, guérite, etc.) ; ἐκ περιωπῆς ὁρᾶν LUC voir de haut ou de loin;
2 fig. circonspection, vigilance : περιωπὴν ποιεῖσθαι THC sauvegarder.
Étymologie: περί, ὄψομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιωπή -ῆς, ἡ [~ περιοράω] uitkijkpost. voorzichtigheid:. πολλὴν περιωπὴν τῶν ἡμῖν ἐς τὰ μέγιστα διαφόρων ποιούμεθα wij betrachten grote voorzichtigheid met de in onze ogen hoogste belangen Thuc. 4.87.1.
Russian (Dvoretsky)
περιωπή: ἡ
1 наблюдательный пункт, возвышенное место Hom., Plat.: ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς Luc. осматривая с наблюдательного пункта;
2 досл. обозревание, осмотр, перен. осмотрительность: πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι Thuc. чрезвычайно осмотрительно действовать в чем-л.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ψηλό μέρος με ανοιχτή θέα
νεοελλ.
1. εξέχουσα θέση
2. φρ. α) «άνθρωπος [[[επιστήμονας]], ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» — άνθρωπος [[[επιστήμονας]], ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής
3. «από περιωπής»
i) αφ' υψηλού, με περιφρόνηση
ii) χωρίς προκατάληψη, αντικειμενικά
μσν.-αρχ.
το ύψος, η ανωτερότητα της πνευματικής ζωής
αρχ.
1. προσοχή, σύνεση
2. μελέτη, προσεκτική σκέψη για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὠπή «πρόσωπο, θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- της ρίζας οπ- του ὄπωπα (πρβλ. επωπή)].
Greek Monotonic
περιωπή: ἡ (ὤψ),·
I. τόπος από τον οποιο βλέπει κανείς μακριά ή σε μεγάλη απόσταση, σε Όμηρ.· ἐκπεριωπῆς, από ψηλά, από τη θέση που βλέπει ένα πουλί, σε Λουκ.
II. περίσκεψη, πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι, δείχνω υπερβολική προσοχή σε κάποιο πράγμα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιωπή: ἡ, (ὤψ) τόπος ἐξ οὗ τις βλέπει εἰς λίαν μακρὰν ἀπόστασιν ὁλόγυρα, ὡς τὸ σκοπιά, Ἰλ. Ξ. 8, Ψ. 451, Ὀδ. Κ. 146, Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· ἐκ περιωπῆς, ἐκ τόπου ὑψηλοῦ, ἐκ τόπου ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ βλέπῃ τί γίνεται ὁλόγυρα, ἐκ περιωπῆς ἑωρακὼς Λουκ. Συμπ. 11, Εἰκ. 1· ἐκ π. τοῦ Πηλίου, ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ Π., Φιλόστρ. 729. ΙΙ. περίβλεψις, προσοχή, πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι, «φροντίδα, πρόνοιαν, περίσκεψιν» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 86.
Middle Liddell
περι-ωπή, ἡ, [ὤψ]
I. a place commanding a wide view, Hom.; ἐκ περιωπῆς by a bird's-eye view, Luc.
II. circumspection, πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι to show much caution in a thing, Thuc.
English (Woodhouse)
caution, place for looking out, place for watching
Mantoulidis Etymological
(=μέρος ἀπό ὅπου βλέπει κανείς σέ μακρινή ἀπόσταση). Ἀπό τό περί + ὤψ (=ὄψη, θέα) τοῦ ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.