σφεδανός
English (LSJ)
ή, όν,
A = σφοδρός, vehement, violent, στάσιες Xenoph.1.23; γένυες (sc. λέοντος) AP6.219.12 (Antip.); τόξον Euph.9.10; κάρηαρ Nic.Th.642; ῥοιζός Epic. in Arch.Pap.7p.4. II Hom. only neut. sg. as Adv., eagerly, σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων Il.11.165, 16.372; σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ 21.542 (Aristarch. and several codd. σφεδανῶν, from σφεδανάω, raging, cf. Theognost.Can.12, Hsch.).