ἀπεκβάλλω
English (LSJ)
A turn out, Sch.A.Pr.84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκβάλλω: ἐκβάλλω ἐκ μέρους τινός, ἐλευθερῶ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 84.
Spanish (DGE)
resultar Sch.A.Pr.84.
Greek Monolingual
ἀπεκβάλλω (Μ)
1. βγάζω από πάνω μου, αποθέτω
2. ελευθερώνω, σώζω
3. προπέμπω, ξεπροβοδίζω.