αναπήρωση

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
κολόβωση του σώματος, σακάτεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό ως απόδοση του ιταλ. storpiαmento].