σακάτεμα

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

το, Ν σακατεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σακατεύω, η πρόκληση σοβαρής ή και ανεπανόρθωτης σωματικής βλάβης, η οποία συνήθως οδηγεί σε αναπηρία
2. συνεκδ. α) σοβαρό χτύπημα ή τραύμα
β) μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο.