(Μ ἀποζεύωΑ ἀποζεύγνυμι κ. -γνύω)ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγόαρχ.1. διαχωρίζω2. (-μαι)αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» — σταμάτησα να περπατώ.