-η, -ο (AM ἀπόξενος, -ον)μσν.- νεοελλ.αυτός που είναι από ξένο μέροςνεοελλ.εντελώς ξένος («ξένος κι απόξενος»)αρχ.1. αδιάφορος προς τους ξένους, αφιλόξενος2. αυτός που βρίσκεται μακριά από κάποιον, αποδιωγμένος.