αρρενώ
Greek Monolingual
ἀρρενῶ (-όω) (Α) άρρην
1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ
2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικία
β) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός.
ἀρρενῶ (-όω) (Α) άρρην
1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ
2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικία
β) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός.