ἁρματοθεσία

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ, (τίθημι)

   A chariot-race, Eust.226.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματοθεσία: ἡ, (τίθημι) ἀγὼν ἁρματηλασίας, Εὐστ. 226, 6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ competición de carros Eust.226.6.

Greek Monolingual

ἁρματοθεσία, η (Μ)
αγώνας αρματοδρομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -θεσία (< -θέτης < τίθημι)].