ασημόνερο

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και -νέρι, το
το «βασιλικόν ύδωρ» (μίγμα νιτρικού και υδροχλωρικού οξέος), που χρησιμεύει για τη δοκιμή των χρυσών αντικειμένων.