μίγμα

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίγμα Medium diacritics: μίγμα Low diacritics: μίγμα Capitals: ΜΙΓΜΑ
Transliteration A: mígma Transliteration B: migma Transliteration C: migma Beta Code: mi/gma

English (LSJ)

-ατος, τό, (μείγνυμι)
A mixture, compound, Emp. and Anaxag. ap.Arist.Ph.187a33, cf. Metaph.1012a28.
2 μίγματα, τά, of drugs, Plu.2.80a, Dsc.5.44, Apollon. ap. Gal.12.655; μ. σμύρνης καὶ ἀλόης Ev.Jo.19.39; of pigments, D.H.Is.4, Comp.21; of condiments, Plu. 2.997a; of amalgams, Zos.Alch.p.197 B. (In codd. sometimes μῖγμα, for which μεῖγμα (formed like χεῦμα) should perhaps be restored in Emp. and Anaxag. ap. Arist., but μίγμα (formed like χύμα) may be retained in later texts.)

English (Strong)

from μίγνυμι; a compound: mixture.

English (Thayer)

or (so L T) μίγμα (on the accent cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., pp. 32,34 (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; κρίμα, at the beginning)), μιγματος, τό (μεγνυμι), that which has been produced by mixing, a mixture: WH text ἕλιγμα, which see). (Aristotle, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῖγμα και αιολ. τ. μεῖχμα)
κάθε προϊόν ανάμιξης
νεοελλ.
1. χημ. το προϊόν της ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση
2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο»
τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ. βενζίνης ή πετρελαίου με αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία τών μηχανών εσωτερικής καύσης
β) «μίγμα πλούσιο»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία μεγαλύτερη από την άριστη
γ) «μίγμα πτωχό»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία σαφώς μικρότερη από την άριστη
δ) «μίγμα ψυκτικό»
τεχνολ. μίγμα στο οποίο οι ουσίες που συμμετέχουν στον σχηματισμό του προκαλούν υποβιβασμό της θερμοκρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- / μειγ- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -μα. Βλ. ετυμολ. λ. μιγνύω].

Chinese

原文音譯:m⋯gma 米格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:混合物
字義溯源:混合物,混合料,調合物;源自(μείγνυμι / μειγνύω / μίγνυμι)*=調混)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 混合料(1) 約19:39