αστεροσκοπείο

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ίδρυμα που διαθέτει ειδικά όργανα για την παρατήρηση και μελέτη των ουράνιων σωμάτων, καθώς και διαφόρων μετεωρολογικών, μαγνητικών, σεισμολογικών κ.ά. φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστεροσκόπος. Ο τ. αστεροσκοπείον μαρτυρείται από το 1848 στον Γ. Κ. Βούρη].