ίδρυμα

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἵδρυμα) ιδρύω οικοδόμημα, κτίσμα
νεοελλ.
οργανισμός που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό ίδρυμα»)
αρχ.
1. ναός, ιερόἵδρυμα θεῶν», Ηρόδ.)
2. άγαλμαἵδρυμα δαιμόνων», Αισχύλ.)
3. φρ. (για αρχηγούς) «τὸ ἵδρυμα πόλεως» — το στήριγμα της πόλης (Ευρ.).