ίδρυμα

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἵδρυμα) ιδρύω οικοδόμημα, κτίσμα
νεοελλ.
οργανισμός που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό ίδρυμα»)
αρχ.
1. ναός, ιερόἵδρυμα θεῶν», Ηρόδ.)
2. άγαλμαἵδρυμα δαιμόνων», Αισχύλ.)
3. φρ. (για αρχηγούς) «τὸ ἵδρυμα πόλεως» — το στήριγμα της πόλης (Ευρ.).