ἀρτιδαής

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ές,

   A just taught, AP6.227 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 362] ές, eben unterrichtet, εὐμαθίη Crinag. 4 (VI, 227).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιδᾰής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου διδαχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 227.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement appris.
Étymologie: ἄρτι, διδάσκω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐδᾰής) -ές
recién enseñado de abstr. εὐμαθίη AP 6.227.6 (Crin.)
de pers. c. gen. que empieza a conocer βίοτοιο GVI 1338.5 (Tracia III a.C.).

Greek Monolingual

ἀρτιδαής, -ές (Α)
αυτός που μόλις διδάχθηκε ή έμαθε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δαής < (θ.) δαη-, εδάην (αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»)].