μαθαίνω

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω)
1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν», Αισχύλ.)
2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που διδάσκομαι, αφομοιώνω (α. «δεν μπορεί να μάθει τίποτε από όσα διαβάζει» β. «ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν», Αριστοτ.)
3. διδάσκω κάποιον, κάνω κάποιον να γνωρίσει κάτι (α. «η ζωή θα σού μάθει πολλά» β. «μανθάνειν σεαυτὸν αἰσχύνεσθαι», Δημόκρ.)
4. αποκτώ συνήθεια, συνηθίζω, εξοικειώνομαι με κάτι (α. «δεν μπορώ να μάθω να οδηγώ» β. «τοὺς μεμαθηκότας ἀριστᾱν», Ιπποκρ.)
5. πληροφορούμαι, περιέρχεται κάτι σε γνώση μου άμεσα με τις αισθήσεις μου ή έμμεσα από πληροφορίες (α. «τά 'μαθες τα νέα» β. «Κυμαῖοι γὰρ ὡς ἔμαθον ταῦτα πρησσόμενα ἐκ τῶν Μυτιληναίων», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαθημένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει συνηθίσει να κάνει κάτι, που έχει εμπειρία από κάτι («μαθημένα τα βουνά στα χιόνια»)
β) ο γνωστός
2. φρ. «θα σού μάθω εγώ πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» ή «θα σέ μάθω (γράμματα)»
α) θα σέ τιμωρήσω για να βάλεις μυαλό
β) θα σέ εκδικηθώ
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με ζώο) εκπαιδεύω, εξασκώ
μσν.-αρχ.
εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω («νῦν δή, ὦ Ἱππία, κινδυνεύω μανθάνειν ὃ λέγεις», Πλάτ.)
αρχ.
1. (συχνά σε διαλόγους) μανθάνεις; μανθάνω
κατάλαβες; κατάλαβα
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ μανθάνοντες
οι μαθητές
3. (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ μεμαθηκός
η έξη, η συνήθεια
4. φρ. «τί μαθών»
(σε αρχή ερωτήσεων με κάποια ειρωνεία) πώς το σκέφτηκες, πώς σού ήλθε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μανθάνω (< μα-ν-θ-άν-ω) καθώς και όλοι οι τ. του ρ. είναι σχηματισμένοι από το θέμα μαθ- του αορ. -μαθ-ον, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα mndh της ΙΕ ρίζας mendh «προσφέρω το πνεύμα, την ψυχή μου» (παρεκτεταμένη μορφή της ΙΕ ρίζας men- σκέπτομαι», πρβλ. μαίνομαι, μένος). Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι τ. του μανθάνω συνδέονται με τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος: «μενθήρη
φροντίς», «μενθήραις
μερίμναις» και «μενθηριῶ
θα μεριμνήσω, θα διατάξω», που εμφανίζουν την απαθή βαθμίδα της ρίζας, καθώς και με τον τ. μοῦσα (< μονθ-), που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα. Εξάλλου, η ύπαρξη ενός τ. προμηθής με -- μακρό (δωρ. προ-μᾱθής) «προνοών, σώφρων» υποδηλώνει την ύπαρξη ενός θέματος mādh (πρβλ. gwā- και gwem- τών βαίνω και ἔβην), δηλ. μακρόφωνη ρίζα παράλληλη με τη βραχύφωνη mendh. Παρ' όλα αυτά, ο τ. προμηθής δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με την οικογένεια του μανθάνω. Ο τ. μαθαίνω < θ. μαθ- + κατάλ. -αίνω (πρβλ. πανθάνω / ἔπαθον: παθαίνω, τυγχάνω / ἔτυχον: τυχαίνω).
ΠΑΡ. μάθημα, μάθηση(-ις), μαθητής, μάθος
αρχ.
μάθη, μαθητός
μσν.
μαθεύτρα
νεοελλ.
μαθεύομαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απομανθάνω, εκμανθάνω, καταμανθάνω, προσμανθάνω
αρχ.
αναμανθάνω, αντιμανθάνω, διαμανθάνω, επιμανθάνω, μεταμανθάνω, παρεκμανθάνω, προεκμανθάνω, προκαταμανθάνω, προμανθάνω, προσεπιμανθάνω, προσκαταμανθάνω, συμμανθάνω
νεοελλ.
απομαθαίνω, αρχοντομαθαίνω, κακομαθαίνω, καλομαθαίνω, κουτσομαθαίνω, μικρομαθαίνω, μισομαθαίνω, ξαναμαθαίνω, ξεμαθαίνω, πρωτομαθαίνω].