αρχομανής

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που επιθυμεί με μανία ή με υπερβολικό ζήλο να κατακτήσει την εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο- + -μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].