[Seite 263] (φρήν), feindlich gesinnt, erst sehr Sp.
ἀντίφρων: -ον, γεν. -ονος, (φρήν), δυσηρεστημένος, δυσμενὴς πρός τινα, Νικήτ. Χρον. 96Β.
-ονος, ὁ adversario Cyr.Al.M.77.725C.
ἀντίφρων, -ον (Μ) φρηνο δυσαρεστημένος με κάποιον.