φρην
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
Greek Monolingual
η / φρήν, -ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α
(λόγιος τ.)
1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες
ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό
2. φρ. «έξω φρενών» — εκτός του λογικού
νεοελλ.
φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών»
(για πρόσ.) είμαι [ή φθάνω] σε έξαλλη κατάσταση, είμαι [ή γίνομαι] έξαλλος
β) «έχω σώας τας φρένας» — είμαι διανοητικά υγιής, λογικός
γ) «κατάσταση διφορούμενων φρενών»
(νομ.) η κατάσταση εκείνου του οποίου η φρενοπάθεια δεν αποδεικνύεται πλήρως, οπότε το δικαστήριο δεν μπορεί να τον θέσει υπό απαγόρευση, αλλά μπορεί να διορίσει δικαστικό αντιλήπτορά του
αρχ.
συν. στον πληθ.
1. ο μυς που χωρίζει την θωρακική από την κοιλιακή κοιλότητα, το διάφραγμα του θώρακα («τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὅ διορίζει τον τε πνεύμονα καὶ τὴν καρδίαν», Αριστοτ.)
2. (γενικά) το στήθος
3. η καρδιά ως έδρα τών επιθυμιών, τών παθών και τών συναισθημάτων («ἀμηχανῶ δὲ καὶ φόβος μ' ἔχει φρένας», Αισχύλ.)
4. θέληση, πρόθεση, σκοπός («οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν», Ομ. Ιλ.)
5. φρ. α) «ἐκ φρενός» — από το βάθος της καρδιάς (Αισχύλ.)
β) «ἀπ' ἄκρας φρενός» — επιπόλαια (Αισχύλ.)
γ) «ἔσω φρενῶν» — με σωφροσύνη (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φρήν κατέχει πολύ σημαντική θέση στο λεξιλόγιο της Ελληνικής και εμφανίζει μεγάλο εύρος σημασιών: «διάφραγμα», «σπλάγχνα», «στήθος», «η καρδιά ως έδρα τών συναισθημάτων, τών επιθυμιών και τών παθών», «ο νους ως κέντρο τών διανοητικών δυνάμεων, η σκέψη, η αντίληψη». Προβλήματα γεννά τόσο ο προσδιορισμός του οργάνου του σώματος το οποίο δήλωνε αρχικά η λ. όσο και ο καθορισμός της σχέσης της με τις λ. θυμός και νοῦς. Με ιδιαίτερη έμφαση, και ήδη από αρχαίους μελετητές, υποστηρίζεται η άποψη ότι η λ. φρήν χρησιμοποιήθηκε αρχικά για το διάφραγμα. 'Εχουν, όμως, διατυπωθεί από άλλους μελετητές απόψεις, κατά τις οποίες αρχικές είναι οι σημ. «περικάρδιο», «πνεύμονες», καθώς και η γενικότερη σημ. «σύνολο οργάνων που βρίσκονται στο πάνω μέρος του σώματος». Εξάλλου, και από την πλευρά της ετυμολογίας, η λ. φρήν, η οποία δίνει την εντύπωση ενός ριζικού ονόματος με μορφή που θυμίζει και άλλες ονομ. μελών του σώματος (πρβλ. ἀδήν, αὐχήν, σπλήν), παραμένει δυσερμήνευτη. Η λ. πρέπει να θεωρηθεί μάλλον μεμονωμένος τ. της Ελληνικής, παρ' όλο που έχει προταθεί η αναγωγή της σε μια ΙΕ ρίζα gwhren- «το διάφραγμα ως έδρα της σκέψης, της αντίληψης» και η σύνδεση της με τα αρχ. ισλδ. grunr «υποψία» και grunda «σκέπτομαι», αφού και αυτοί οι τ. αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις. Εξάλλου, ούτε οι παλαιότερες συνδέσεις της λ. με τα ρ. φράσσω (με αφετηρία τη σημ. «διάφραγμα») και φύρω «αναμιγνύω» θεωρούνται πιθανές. Από τη λ. φρήν έχει σχηματιστεί μια σημαντική και ευρύτατη οικογένεια παραγώγων και συνθέτων, τα οποία εμφανίζουν θ. από όλες τις δυνατές μεταπτωτικές βαθμίδες μιας αρχικής ρίζας φρεν-: α) φρεν-της απαθούς βαθμίδας (πρβλ. φρεν-ῶ, φρεν-ῖτις και τα σύνθ. με φρενο-)
β) φρον- της ετεροιωμένης (πρβλ. φρόνιμος, φροντίς)
γ) φρᾰ-ν- της συνεσταλμένης (πρβλ. δοτ. πληθ. φρασί και πιθ. τον τ. φρανίζειν
σωφρονίζειν του Ησύχ.)
δ) φρων- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης (πρβλ. τα σύνθ. σε -φρων). Η λ. φρήν, με τις μορφές αυτές, απαντά και σε πολλά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Φρασιμήδης, Λυκόφρων, Ἐχέφρων, Φρόνιος κ.ά.). Τέλος, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα φρν- της λ. φρήν έχει πιθ. σχηματιστεί το ρ. φράζω «εξηγώ» (βλ. λ. φράζω [Ι]).
ΠΑΡ. φρενήρης, φρενίτις(δα), φρόνιμος, φροντίς(-ίδα), φροντίζω, φρονώ
αρχ.
φρένησις, φρενόθεν, φρενώ, φρόνις
μσν.
φρόνα, φρόνος
νεοελλ.
φρενιάζω, φρενικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φρενοβλαβής, φρενόληπτος, φρενόπληκτος
αρχ.
φρενεμπάρωτος, φρενερημία, φρενοβάρβαρος, φρενογηθής, φρενοδαλής, φρενοκηδής, φρενοκλόπος, φρενοκρατής, φρενοληστής, φρενόλυσσος, φρενομανής, φρενομόρως, φρενοπληγής, φρενοπλήξ, φρενοτέκτων, φρενώλης
αρχ.-μσν.
φρεναπατώ (Ι), φρενοδινής, φρενοθελγής, φρενοτερπής
μσν.
φρενόσπορος, φρενοφθόρος
νεοελλ.
φρεναπάτη, φρενογαστρικός, φρενογλωττισμός, φρενογράφος, φρενοκαρδία, φρενοκολικός, φρενοκομείο, φρενολογία, φρενολόγος, φρενοπαθής, φρενοπαθολογία, φρενοπτωσία, φρενόσπασμος, φρενοσπληνικός. (Β συνθετικό) αλλόφρων, άφρων, έκφρων, ελληνόφρων, έμφρων, εναντιόφρων, ετερόφρων, εχέφρων, ματαιόφρων, μεγαλόφρων, ομόφρων, ορθόφρων, παράφρων, πρόφρων, σώφρων, ταπεινόφρων, τυραννόφρων, υψηλόφρων, φιλόφρων
αρχ.
αασίφρων, αγαθόφρων, αγανόφρων, αγεσίφρων, αγχίφρων, αερσίφρων, αεσίφρων, αιδόφρων, αιμυλόφρων, αινόφρων, ακρατόφρων, αλεόφρων, αλίφρων, αλκίφρων, αμερσίφρων, ανδρόφρων, αντιόφρων, απαλόφρων, απηνόφρων, αρίφρων, αρρενόφρων, αρτίφρων, αταλάφρων, ατλησίφρων, αυτόφρων, βαθύφρων, βαρύφρων, βλαψίφρων, βλοσυρόφρων, βυσσόφρων, γεραιόφρων, γυναικόφρων, δαΐφρων, δαμασίφρων, διχόφρων, δολιόφρων, δολιχόφρων, δύσφρων, εγειρόφρων, εμπεδόφρων, ενεόφρων, επίφρων, εύφρων, εχθρόφρων, εχυρόφρων, ηδύφρων, ηπιόφρων, θελξίφρων, θεμερόφρων, θεόφρων, θερμόφρων, θολερόφρων, θρασύφρων, ιμερόφρων, ισόφρων, ισχυρόφρων, κακόφρων, καλόφρων, κελαινόφρων, κενεόφρων, κενόφρων, κερδαλεόφρων, κλεψίφρων, κοινόφρων, κραταιόφρων, κρατερόφρων / καρτερόφρων, κρυψίφρων, κυνόφρων, λαθίφρων, λυκόφρων, λυσίφρων, μαλακόφρων, μειόφρων, μελεόφρων, μελίφρων, μικρόφρων, μονόφρων, μωρόφρων, νεόφρων, νηπιόφρων, ξυνόφρων, οιόφρων, ολβιόφρων, ολιγόφρων, ολοόφρων, ονειρόφρων, οξύφρων, ουλόφρων, παλαιόφρων, παλίμφρων, παχύφρων, περισσόφρων, περίφρων, πινυτόφρων, πιστόφρων, ποικιλόφρων, πολεμόφρων, πολύφρων, πυκινόφρων, ρηξίφρων, σιδηρόφρων, σκολιόφρων, σκοτόφρων, στερεόφρων, σύμφρων, ταλασίφρων, ταλάφρων, τελεσίφρων, τερψίφρων, τηνόφρων, τλασίφρων, υπέρφρων, υψίφρων, φθισίφρων, χαλίφρων, χαρμόφρων, χαυνόφρων, ωμόφρων
νεοελλ.
αβρόφρων (-ονας), απολυτόφρων(-ονας), βασιλόφρων (-ονας), γενναιόφρων(-ονας), εθνικόφρων (-ονας), ελευθερόφρων(-ονας), λατινόφρων (-ονας), μετριόφρων(-ονας), νομιμόφρων (-ονας)].