ανυπολόγιστος

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει ή είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Αδαμάντιο Κοραή].