υπολογίζω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
ὑπολογίζομαι, ΝΑ λογίζομαι
1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.)
2. λαμβάνω υπ' όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι επιδράσεις του ψυχολογικού παράγοντα» β. «οὐδένα κίνδυνον ὀκνήσας ἴδιον ούδ' ὑπολογισάμενος», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. περιλαμβάνω σε λογαριασμό, συγκαταριθμώ («το ποσό φαίνεται μειωμένο, γιατί δεν υπολόγισαν τα έξοδα μεταφοράς»)
2. (αμτβ.) α) έχω στον νου να κάνω κάτι, σκοπεύω να αναλάβω μια ενέργεια, προτίθεμαι («υπολογίζω να πάω εκδρομή»)
β) στηρίζω τις ελπίδες μου, ελπίζω («μην υπολογίζεις στη βοήθειά του»)
αρχ.
1. υποβιβάζω («ὑπολογίζεσθαι τὴν τιμὴν ἐκ τῶν ὀψωνίων», Πολ.)
2. εξετάζω («μὴ οὐ δέῃ ὑπολογίζεσθαι οὔτ' εἰ ἀποθνῄσκειν δεῖ», Πλάτ.).