απολίθωμα

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
λείψανο οργανισμού ή σημάδι της βιολογικής του δραστηριότητας που διατηρήθηκε μέσα σε ιζηματογενή πετρώματα παλαιότερων εποχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολιθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικό και Γαλλοελληνικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου].